Αμαζόνας

Αμαζόνας
(Amazonas).Ομόσπονδη πολιτεία (1.564.445 τ. χλμ., 2.840.889 κάτ. το 2000) της Βραζιλίας που βρίσκεται στο ΒΔ τμήμα της. Συνορεύει με τη Βενεζουέλα, την Κολομβία και το Περού, καθώς και με τις βραζιλιανές πολιτείες και τα ομόσπονδα εδάφη Παρά, Μάτο Γκρόσο, Ροντόνια, Άκρε και Ροράιμα. Η Α. έχει κυρίως πεδινό έδαφος και περικλείει ολόκληρο το κεντρικό τμήμα της λεκάνης του Αμαζονίου· μόνο στις άκρες αυτής της περιοχής, στα Ν και στα Β, υψώνονται λόφοι που αποτελούν τις εσχατιές των προσβάσεων των παλαιότατων οροσειρών της ηπείρου. Το κύριο χαρακτηριστικό της Α. είναι το πυκνό τροπικό δάσος, που απλώνεται σχεδόν σε όλο το έδαφός της και διακόπτεται μόνο από μικρές άδεντρες εκτάσεις και από τον μεγαλοπρεπή ρου του Αμαζονίου και των μεγάλων παραποτάμων του. Οι κάτοικοί της ζουν κυρίως σε φτωχικά χωριά κοντά στους ποταμούς και ασχολούνται με την εκμετάλλευση των δασών και με περιορισμένη γεωργία. Η πρωτεύουσα Μανάους (1.403.796 κάτ. το 2000) είναι ποτάμιο λιμάνι και εμπορικό κέντρο με ζωηρή κίνηση, στην αριστερή όχθη του Αμαζονίου· ιδρύθηκε το 1660 με την ονομασία Σαν Χοσέ ντο Ρίο Νέγκρο και αργότερα ονομάστηκε Βίλια ντι Μπάρα. Σήμερα, η πόλη έχει σύγχρονη όψη και περιβάλλεται από το τροπικό δάσος. Την τελευταία δεκαετία του 19ου αι., το Μανάους γνώρισε μεγάλη άνθηση ως κέντρο εμπορίου του ελαστικού που συλλεγόταν στην άνω λεκάνη του Αμαζονίου και των παραποτάμων του. Την ίδια ονομασία έχουν και άλλες τρεις περιοχές της Νότιας Αμερικής, και συγκεκριμένα μια Επιτροπεία (Comisaria)της Κολομβίας (109.665 τ. χλμ., 70.489 κάτ. το 2000) με πρωτεύουσα τη Λετίσια, ένα ομόσπονδο έδαφος της Βενεζουέλας (175.750 τ. χλμ., 100.325 κάτ. το 2000) με πρωτεύουσα το ΠουέρτοΑγιακούτσο, και ένα διοικητικό διαμέρισμα του Περού (39.249 τ. χλμ., 419.900 κάτ. το 2002) με πρωτεύουσα το Τσατσαπόγιας. Τύπος της αμαζονικής φυλής που ζει στις λεκάνες του Αμαζονίου, του Ορινόκο, του Παραγουάη και κατά μήκος των βορειοανατολικών ακτών της Νότιας Αμερικής (φωτ. Chaffey).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἀμαζόνας — Ἀμαζών the Amazons fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από …   Dictionary of Greek

  • άελλα — Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις Αμαζόνες, αδελφή της Κελαινούς. Αντιμετώπισε πρώτη τον Ηρακλή όταν ήρθε στη Θεμίσκυρα για να εκτελέσει τον ένατο άθλο του, δηλαδή να αφαιρέσει τον ζωστήρα της Αμαζόνας Ιππολύτης. Η Ά. σκοτώθηκε μαζί με πολλές άλλες …   Dictionary of Greek

  • εύιππος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θεστίου και της Ευρυθέμιδας από την Αιτωλία. Πήρε μέρος στο κυνήγι του Καλυδωνίου κάπρου. Σκοτώθηκε από τον Μελέαγρο. 2. Βασιλιάς του Άργους. Την ασπίδα του είχε δικαίωμα να περιφέρει κάθε πολίτης, ο οποίος …   Dictionary of Greek

  • ιππόλυτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της αμαζόνας Αντιόπης ή Ιππολύτης, ήρωας που θεοποιήθηκε στην Τροιζήνα, όπου τον ανέθρεψε ο παππούς του Πιτθέας. Ζούσε λατρεύοντας την Άρτεμη και κυνηγώντας. Η Αφροδίτη όμως ζήλεψε και έκανε τη… …   Dictionary of Greek

  • κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… …   Dictionary of Greek

  • πολύκλειτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος γλύπτης (άκμασε μεταξύ 460 – 420 π.Χ. περίπου), ένας από τους 3 μεγαλύτερους –μαζί με τον Μύρωνα και τον Φειδία– γλύπτες του 5ου αι. π.Χ. Ήταν κυρίως χαλκοπλάστης και ασχολήθηκε και θεωρητικά με την τέχνη του… …   Dictionary of Greek

  • πολύσκαρθμος — ον, Α 1. (κυρίως ως προσωνυμία Αμαζόνας) αυτός που σκιρτά, που πηδά πολύ, αυτός που κινείται ή τρέχει με ταχύτητα, γοργοπόδαρος 2. αυτός που οδηγεί άλογα που τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα («κἀκείνην οὖν πολύσκαρθμον διὰ τὸ ἀπὸ τῆς ἡνιοχείας τάχος»,… …   Dictionary of Greek

  • Αριστοκλής — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ανδριαντοποιός (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Καταγόταν από την Κυδωνία της Κρήτης. Ένα χάλκινο σύμπλεγμά του στην Ολυμπία παρίστανε τον Ηρακλή να μάχεται εναντίον έφιππης Αμαζόνας. 2. Γλύπτης (6ος αι. π.Χ.). Εργάστηκε στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”